Ι.
(...)
Ἡ μιὰ πεντάρα σὲ κάνει πλούσιο, οἱ πολλές ποτέ. Ἀνέκαθεν στὸν κόσμο αὐτὸν βασιλεύει μιὰ κάποια ὅπως θα λέγα ἄνισος ἰσομετρία. Το ἴδιο δυναμικὸ καὶ γιὰ τὸ καλὸ καὶ γιὰ τὸ κακὸ ἀπαιτεῖται νὰ καταβληθεῖ, ἀφοῦ τὸ φαρμάκι ἐπενεργεῖ ἀρνητικά, ὅπως ἀκριβῶς το ἀγαθὸν θετικά, πάνω στοὺς ἄλλους, ποὺ ξέρουν νὰ κρατοῦν σωστὰ τὸ κάτοπτρο τῆς καθαρῆς ἀντίληψης, στὴ σχέση τους μὲ τοὺς τρίτους. Εἶναι ὅμως διαφορετικὸ τὸ μῆκος τῶν πεπρωμένων. Θεέ μου, πόσα πολλὰ πράγματα καὶ ν' ἀντιστοιχοῦν μόνο σ' ἕνα σκέτο σπίρτο, ποὺ τὸ τραβᾶς ἐπάνω τους· καὶ νά!
Μόνο μιὰ λάμψη ὁ ἄνθρωπος · κι ἂν εἶδες, εἶδες.
Ὄχι βέβαια τὰ τῆς χρείας, ποὺ ἀχρείαστα νά 'ναι, ἀλλὰ τὰ χαϊδεμένα τῶν αἰσθήσεων, ποὺ τὰ φυλάγει καθένας μας σὲ μιὰ ζεστὴ γωνιὰ τῆς καρδιᾶς του κι ἔχει τὸν λόγο του. Γιὰ κεῖνο τὸ κάτι ξεχωριστὸ ποὺ τὸ καθένα τους προσκομίζει στὸ ὕφος τῆς κοινῆς πατρίδας
Τιμή στὴν ἑλαία γιὰ τὴν ἐγνωσμένη της φρόνηση.
Στὴν λουίζα γιὰ τὴν εὐγενή της καταγωγή καὶ τοὺς λεπτούς της τρόπους.
Στὸ μάρμαρο γιὰ τὸ ἕνα κάτι ἀπόλυτο ποὺ ἀντιπροσωπεύει.
Στὸν πευκώνα, γιὰ τὸ ἁπτό καὶ μή τῆς παρουσίας του.
Στὸ νεράντζι, γιὰ τὸν τρόπο ποὺ ἐπέτυχε δέκα αἰῶνες ἀργότερα νὰ συμπυκνώσει τὴν σκέψη τῶν Ἰώνων.
Στὸν θαλασσινό βράχο, γιὰ τὴν μνήμη τῶν Πατέρων Πάντων.
Στὸ ἁπλῶς κυανό, γιὰ τὸ ἀπείρως παρόμοιο.